- πεκτώ
- -έω, Α1. κουρεύω ζώο («ἡνίκα πεκτεῑν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν», Αριστοφ.)2. παθ. πεκτοῡμαι, -έομαι(και για πρόσ.) κουρεύομαι («ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῑν σ' ἐγώ πεκτούμενον», Αριστοφ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «τίλλω, ξαίνω».[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέκω (βλ. λ. πέκω)].
Dictionary of Greek. 2013.